- σουτάρω
- (αόρ. (ε)σουτάρισα) спорт. 1. μετ. бить, ударять (по футбольному мячу);2. αμετ бить, производить удар по футбольному мячу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουτάρω — σουτάρω, σούταρα και σουτάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σουτάρω — Ν (στο ποδόσφαιρο) λακτίζω, κλοτσώ με ορμή την μπάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουτ + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] … Dictionary of Greek
σουτάρω — σούταρα και σουτάρισα, κλοτσώ την μπάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουτάρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουτάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. φορμάρω: φορμάρισμα)] … Dictionary of Greek